λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
σουλίδες — (Sulidae). Οικογένεια πελεκανόμορφων πουλιών που αριθμεί 9 είδη. Τα πουλιά της οικογένειας αυτής χαρακτηρίζονται από ρινοθήκη που δε λυγίζει στην άκρη της και δεν έχουν σάκκο κάτω από το ράμφος τους για την αποθήκευση της τροφής. Είναι έμπειροι… … Dictionary of Greek
φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… … Dictionary of Greek
αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… … Dictionary of Greek
γουανίνη — Βασικό συστατικό των νουκλεϊνικών οξέων, του τύπου C5H5N5O. Μαζί με την αδενίνη αποτελούν φυσικά παράγωγα των πουρινών (η χημική της ονομασία είναι 2 αμινο 6 υδροξυπουρίνη). Απαντά σε δύο ταυτομερείς μορφές. Είναι λευκοκίτρινη άμορφη ουσία,… … Dictionary of Greek
Κιριμπάτι — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κιριμπάτι Έκταση: 811 τ. χλμ. Πληθυσμός: 96.335 (2002) Πρωτεύουσα: Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Η βρετανική αποικία των νησιών Γκίλμπερτ, όπως ονομαζόταν κατά την αποικιακή περίοδο,… … Dictionary of Greek
κορμοράνος ή φαλακροκόρακας — Κοινή ονομασία των πελεκανομόρφων πτηνών της οικογένειας των φαλακροκορακίδων (phalacrocoracidae), η οποία περιλαμβάνει ένα μοναδικό γένος, τον Phalacrocorax, με συνολικά 33 είδη. Πρόκειται για αποικιακά πτηνά, που τρέφονται αποκλειστικά με ψάρια … Dictionary of Greek
Λάιν Άιλαντς — (Line Islands = Νησιά της Γραμμής). Συστάδα νησιών (679 τ. χλμ.) της Πολυνησίας στον κεντρικό Ειρηνικό ωκεανό, με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ, μεταξύ 151° και 163° δυτικού μήκους. Διασχίζονται από τη γραμμή του ισημερινού, γι’ αυτό και ονομάστηκαν… … Dictionary of Greek
οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών … Dictionary of Greek