γκουάνο

γκουάνο
(guano).Αποξηραμένοι σωροί εκκριμάτων και απορριμμάτων θαλάσσιων πτηνών (πελεκάνοι, γκουάνες, πικέρος κ.ά.), που συνήθως παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα πάνω σε ακτές ή ερημικά νησιά. Το πιο ονομαστό γ. βρίσκεται στο νησί Κίνκα (Chincha), κοντά στις ακτές του Περού. Υπάρχουν επίσης κατά μήκος των ακτών της Βολιβίας και της Χιλής, σε μερικά νησιά του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού, στην Ερυθρά θάλασσα και στον Ατλαντικό. Η σύσταση του γ. είναι αρκετά πολύπλοκη: συμμετέχουν φωσφορικά άλατα του ασβεστίου, της αμμωνίας κ.ά. Η σχεδόν παντελής έλλειψη ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, όπως οι βροχές, επέτρεψε τη σημαντική αύξηση των αποθεμάτων των γ., που στο νησί Κίνκα απέκτησαν πάχος 15-20 μ. Το γ. χρησιμεύει στη γεωργία ως λίπασμα, ιδιαίτερα για υγρά εδάφη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • σουλίδες — (Sulidae). Οικογένεια πελεκανόμορφων πουλιών που αριθμεί 9 είδη. Τα πουλιά της οικογένειας αυτής χαρακτηρίζονται από ρινοθήκη που δε λυγίζει στην άκρη της και δεν έχουν σάκκο κάτω από το ράμφος τους για την αποθήκευση της τροφής. Είναι έμπειροι… …   Dictionary of Greek

  • φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… …   Dictionary of Greek

  • αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… …   Dictionary of Greek

  • γουανίνη — Βασικό συστατικό των νουκλεϊνικών οξέων, του τύπου C5H5N5O. Μαζί με την αδενίνη αποτελούν φυσικά παράγωγα των πουρινών (η χημική της ονομασία είναι 2 αμινο 6 υδροξυπουρίνη). Απαντά σε δύο ταυτομερείς μορφές. Είναι λευκοκίτρινη άμορφη ουσία,… …   Dictionary of Greek

  • Κιριμπάτι — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κιριμπάτι Έκταση: 811 τ. χλμ. Πληθυσμός: 96.335 (2002) Πρωτεύουσα: Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Η βρετανική αποικία των νησιών Γκίλμπερτ, όπως ονομαζόταν κατά την αποικιακή περίοδο,… …   Dictionary of Greek

  • κορμοράνος ή φαλακροκόρακας — Κοινή ονομασία των πελεκανομόρφων πτηνών της οικογένειας των φαλακροκορακίδων (phalacrocoracidae), η οποία περιλαμβάνει ένα μοναδικό γένος, τον Phalacrocorax, με συνολικά 33 είδη. Πρόκειται για αποικιακά πτηνά, που τρέφονται αποκλειστικά με ψάρια …   Dictionary of Greek

  • Λάιν Άιλαντς — (Line Islands = Νησιά της Γραμμής). Συστάδα νησιών (679 τ. χλμ.) της Πολυνησίας στον κεντρικό Ειρηνικό ωκεανό, με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ, μεταξύ 151° και 163° δυτικού μήκους. Διασχίζονται από τη γραμμή του ισημερινού, γι’ αυτό και ονομάστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”